Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες

  • 1 αὐτός

    αὐτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς: -ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αῖς: acc.; - ῶν)
    1 emphatic adj., himself, herself
    a nom.,

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48

    ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62

    αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135

    ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56

    δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50

    τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
    b c. subs.

    αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50

    οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76

    Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169

    Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31

    ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

    ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8
    c c. pron.

    κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.
    2 reflex. pron.

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.
    3 him, her, it pers. pron.

    ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

    ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98

    γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32

    δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101

    Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44

    πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμενP. 4.38

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

    τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200

    τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118

    ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8

    ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27

    ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69

    δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89

    θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39

    ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.
    4 ὁ αὐτός v. C. 7.

    Lexicon to Pindar > αὐτός

  • 2 τρέφω

    τρέφω, Il.5.52, etc.; [dialect] Dor. [full] τράφω (v. sub voce); [ per.] 1sg. opt.
    A

    τρέφοιν E.Fr. 903

    : [tense] fut.

    θρέψω h.Ven. 257

    , etc.: [tense] aor. 1 ἔθρεψα, [dialect] Ep.

    θρέψα Il.2.548

    : [tense] aor. 2 ἔτρᾰφον (v. infr. B): [tense] pf. τέτροφα intr., Od.23.237, ([etym.] συν-) Hp.Morb.Sacr. 11; but trans., S.OC 186 (lyr.); also

    τέτρᾰφα Plb.12.25h

    .5:—[voice] Med., [tense] fut. θρέψομαι in pass. sense, Hp.Genit.9, Nat.Puer. 23, Th.7.49, etc.: [tense] aor.

    ἐθρεψάμην Pi.O.6.46

    , A.Ch. 928, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. τρᾰφήσομαι Ps.-D.60.32, D.H.8.41, etc., but in early writers in med. form θρέψομαι (v. supr.): [tense] aor. 1 ἐθρέφθην, [dialect] Ep.

    θρέφθη Hes.Th. 198

    , rare in Trag. and [dialect] Att., E.Hec. 351, 600, Pl.Plt. 310a;

    ἐθράφθη IG12(9).286

    (Eretria, vi B. C.): [tense] aor. 2 ἐτράφην [pron. full] [ᾰ] Hom. (sed v. infr. B), A.Th. 754 (lyr.), Ar.Av. 335 (lyr.), etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἔτραφεν, τράφεν, Il.23.348, 1.251: [tense] pf.

    τέθραμμαι Hp.Nat.Hom.5

    , E.Heracl. 578, etc.; [ per.] 2pl.

    τέθραφθε Pl.Lg. 625a

    (but συντέτραφθε [s. v. l.] in X.Cyr.6.4.14); inf.

    τεθράφθαι Pl.Grg. 525a

    , X.HG2.3.24 (in both with v. l. τετρ-).
    I thicken or congeal a liquid, γάλα θρέψαι curdle it, Od.9.246; τρέφε ([tense] impf.)

    πίονατυρόν Theoc.25.106

    :—[voice] Pass., with [tense] pf.[voice] Act. τέτροφα, curdle, congeal,

    γάλα τρεφόμενον τυρὸν ἐργάζεσθαι Ael.NA16.32

    ;

    περὶ χροΐ τέτροφεν ἅλμη Od.23.237

    .
    II usu., cause to grow or increase, bring up, rear, esp. of children bred and brought up in a house,

    ὅ σ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα Il.8.283

    ;

    ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε Od.2.131

    , cf. 12.134;

    εὖ ἔτρεφεν ἠδ' ἀτίταλλεν Il.16.191

    , cf. Od.19.354;

    ἐγώ σ' ἔθρεψα, σὺν δὲ γηράναι θέλω A.Ch. 908

    , cf. Supp. 894;

    μέχρι ἥβης τ. Th.2.46

    ;

    γεννᾶν καὶ τ. Pl.Plt. 274a

    ;

    τ. τε καὶ αὔξειν μέγαν Id.R. 565c

    : c. acc. cogn., τ. τινὰ τροφήν τινα bring up in a certain way, Hdt.2.2; also

    τῶν πρώτων μαθημάτων, ἐν οἷς οἱ παλαιοὶ τοὺς παῖδας ἔτρεφον Gal.16.691

    :—[voice] Med., rear for oneself,

    θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν Od.19.368

    ;

    αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες Pi.O.6.46

    ;

    τεκοῦσα τόνδ' ὄφιν ἐθρεψάμην A.Ch. 928

    ;

    οἱ γεννήσαντες καὶ θρεψάμενοι Pl.Lg. 717c

    ;

    τεκὼν ἀρετὴν καὶ θ. Id.Smp. 212a

    ;

    ἔτεκον μὲν ὑμᾶς πολεμίοις δ' ἐθρεψάμην ὕβρισμα E.HF 458

    :—[voice] Pass., to be reared, grow up,

    ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ Il.9.143

    ;

    τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην Od.15.365

    ;

    ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Il.1.251

    , etc.; κάρτιστοι τράφεν ἀνδρῶν grew up the strongest men, ib. 266:—prop. a boy was called τρεφόμενος only so long as he remained in the charge of the women, i. e. till his fifth year, Hdt.1.136; ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ from the time when I left the nursery, Ar.Av. 322; but even of pre-natal growth,

    ἐν σκότοισινηδύος τεθραμμένη A.Eu. 665

    , cf. Th. 754 (lyr.):—generally, in Trag.,

    τραφεὶς μητρὸς εὐγενοῦς ἄπο S.Aj. 1229

    ; ὅπως πατρὸς δείξεις οἷος ἐξ οἵου τράφης ib. 557;

    κρατίστου πατρὸς.. τραφείς Id.Ph.3

    : παῖδες μητέρων τεθραμμέναι true nurslings of your mothers, implying a reproach for unmanliness (s. v.l.), A.Th. 792; μιᾶς τρέφει πρὸς νυκτός art nursed by night alone, i. e. art blind, S.OT 374.
    2 of slaves, cattle, dogs and the like , rear and keep them,

    κύνας Il.22.69

    , Od.14.22, etc.;

    ἵππους Il.2.766

    ; λέοντος ἶνιν (v. σίνις) A.Ag. 717 (lyr.);

    μῆλα Id.Eu. 946

    (lyr.);

    ὄφιν S.Fr. 226

    (cj. for στρέφουσι)

    ; ἰκτῖνα Ar. Fr. 628

    ;

    ὄρτυγας Eup.214

    ;

    ὄρνιθας Pl.Tht. 197c

    ; οἱ τρέφοντες (sc. τοὺς ἐλέφαντας ) the keepers, Arist.HA 571b33;

    τ. παιδαγωγούς Aeschin.1.187

    ; also

    τ. γυναῖκα E.IA 749

    ; τ. [ἑταίραν], [πόρνας], keep.., Antiph. 2, Diph. 87; ὁ τρέφων one's master, Nicol.Com.1.11,36: metaph., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει he keeps a sea-beach in the house, Ar.V. 110:—[voice] Pass., to be bred, reared,

    δοῦλος οὐκ ὠνητός, ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123

    ; ἐν τῇ σῇ οἰκίᾳ γέγονεν καὶ τέθραπται was born and bred, Pl.Men. 85e; Ἀγαθῖνον θρεμένον (i. e. τεθρεμμένον, = θρεπτόν, v. θρεπτός 1)

    ἑαυτῶν MAMA4.275

    B (Dionysopolis, ii A. D.); Νείκην τὴν θρεμένην μου ib.276 A (Dionysopolis, ii A. D.).
    3 tend, cherish, τὸν μὲν ἐγὼ φίλεόν τε καὶ ἔτρεφον, of Calypso, Od.5.135, cf. 7.256; of plants, Il.17.53;

    θρέψασα φυτὸν ὥς 18.57

    , cf. Od.14.175.
    4 of parts of the body, let grow, cherish, foster,

    χαίτην.. Σπερχειῷ τρέφε Il.23.142

    ;

    τῷ θεῷ [πλόκαμον] τ. E.Ba. 494

    ;

    ὑπήνην ἄκουρον τ. Ar.V. 476

    (lyr.); τ. κόμην, = κομᾶν, Hdt.1.82;

    [τρίχες] πολλῷ ἐλαίῳ τραφεῖσαι Hero Bel. 112

    : also τά θ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν things which put fat on swine, Od.13.410;

    τεθραμμένη εἰς πολυσαρκίαν X.Mem.2.1.22

    .
    5 in Poets, of earth and sea, breed, produce, teem with,

    οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τ. ἀνθρώποιο Od.18.130

    ;

    ἄγρια, τά τε τρέφει οὔρεσιν ὕλη Il.5.52

    ;

    φάρμακα, ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών 11.741

    ;

    ὅσ' ἤπειρος.. τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th. 582

    ;

    πολλὰ γᾶ τρέφει δεινά A.Ch. 585

    (lyr.), cf. 128, E.Hec. 1181;

    θάλασσα.. τρέφουσα πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959

    ; ὃν πόντος τ., i. e. the sailors, Pi.I.1.48: rare in Prose,

    ἀεί τι ἡ Αιβύη τρέφει καινόν Arist. GA 746b8

    .
    6 in Poets also, simply, have within oneself, contain,

    ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἄφιλον S.OC 186

    (lyr.), cf. Tr. 817; τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχαιτέραν to keep his tongue more quiet, Id.Ant. 1089;

    ἡ γλῶσσα τὸν θυμὸν δεινὸν τ. Id.Aj. 1124

    ;

    τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω Id.OT 356

    (so in Pl.,

    τ. ἰσχυρὸν τὸ ἐλεινόν R. 606b

    );

    τ. νόσον S. Ph. 795

    ;

    ἐκ φόβου φόβον τ. Id.Tr.28

    ;

    ἄταν Id.Aj. 644

    (lyr.); οἵας λατρείας.. τρέφει what services.. she has as her lot, ib. 503; ἐν ἐλπίσιν τρέφω.. ἥξειν I cherish hopes that.., Id.Ant. 897; τὸν Καδμογενῆ τρέφει.. βιότου πολύπονον [πέλαγος] is his daily lot, Id.Tr. 117 (lyr., but Reiske's cj. στρέφει is prob.);

    πόνοι τρέφοντες βροτούς E.Hipp. 367

    (lyr.).
    III maintain, support,

    τ. ἀνδρὸς μόχθος ἡμένας ἔσω A.Ch. 921

    , cf. Pi.O.9.106;

    τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν A.Ag. 633

    ;

    τ. τὸν πατέρα Aeschin.1.13

    ;

    τὴν οἰκίαν ὅλην D.59.67

    ;

    οὐ δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς ὑὸν ἡβῶντα Pl.R. 568e

    ;

    τὰ κτήνη χιλῷ ἐτρέφοντο X.An.4.5.25

    ; γάλακτι, τυρῷ, κρέασι τ., Id.Mem. 4.3.10; σίτῳ, ὄψῳ, Id.Lac.1.3; feed a patient, Gal.15.503, 19.185; provide the food for an employee, σοῦ τρέφοντος αὐτόν, ἐμοῦ δὲ ἱματίζοντος

    αὐτόν BGU1647.14

    (ii A. D.); also

    τ. ἀπό τινος Pl.Prt. 313c

    , X.HG2.1.1;

    ἔκ τινος A.Ag. 1479

    (lyr.), cf. Pl.R. 372b.
    2 maintain an army or fleet, Th.4.83, X.An.1.1.9 ([voice] Pass.);

    τ. τὰς ναῦς Th. 8.44

    , X.HG1.5.5, 5.1.24; τ. τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων ib.4.8.9;

    ἐκ τῶν κωμῶν τρέφεσθαι Id.An.7.4.11

    , etc.
    3 of land, feed, maintain one,

    τρέφει γὰρ οὗτος [ὁ ἀγρὸς].. με Philem.98.2

    , cf. Men.63, 466, al.
    4 of women, feed or suckle an infant,

    συνεξομοιοῦται τὰ τρεφόμενα ταῖς τρεφούσαις Sor.1.88

    ; γυνὴ τρέφουσα ib.87; ἡ τρέφουσα, = ἡ τροφός, Gal.6.44.
    5 of food, nourish,

    τὰ Ἡρακλεωτικὰ τρέφει οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀμυγδάλοις Diocl.Fr.126

    , cf. 117;

    ἡ οὐκ ἐπιτηδείως τῷ σώματι διδομένη τροφὴ οὐ τρέφει Sor.1.49

    ;

    πυρῶν.. ὅσοι κοῦφοι.. ἧττον τρέφουσι Gal.Vict.Att 6

    ;

    τὸ δέρμα πᾶν αὐτοῖς ὡς ἂν ὑπὸ φλεγματ ώδους αἵματος τρεφόμενον οἰδαλέον γίνεται Id.18(2).118

    , cf. 106.
    IV bring up, rear, educate, Hes.Fr.19, Pi.N.3.53, etc.;

    τῷ λόγῳ τ. καὶ παιδεύεις Pl.R. 534d

    ;

    θρέψαι καὶ παιδεῦσαι D.59.18

    ;

    Δήμητερ ἡ θρέψασα τὴν ἐμὴν φρένα A.Fr. 479

    ; ἡ θρέψασα (sc. γῆ ) the motherland, Lycurg. 47:—[voice] Med.,

    ἐθρέψω Ξέρξην ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤθεσιν Pl.Lg. 695e

    ; ἡ θρεψαμένη one's motherland, Lycurg.85:—[voice] Pass., ὀρθῶς, εὖ τραφῆναι, Pl. R. 401e, Alc.1.120e; παιδείᾳ, ἐν ταύτῃ τῇ παιδείᾳ τ., Id.Lg.695c, X. Cyn.1.16;

    ἐν πολυτρόποις ξυμφοραῖς Th.2.44

    ;

    ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 172c

    ;

    ἐν χλιδῇ X.Cyr.4.5.54

    ;

    ἐν ἐλευθερίᾳ Pl.Tht. 175d

    , Mx. 239a;

    ἐν ἄλλοις νόμοις Arist.Pol. 1327a14

    ;

    ἐν φωνῇ βαρβάρῳ Pl.Prt. 341c

    ;

    πάσαις Μούσαισι BCH50.444

    (Thespiae, iv A. D.).
    V the [voice] Pass. sts. came to mean little more than to be, ἐπ' ἐμοὶ πολέμιον ἐτράφη (sc. τὸ γένος) Ar.Av. 335 (lyr.), cf. Th. 141, S.OC 805.
    B Hom. uses an intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἔτραφον in pass. sense (which is to τρέφομαι, τέτροφα (intr.) as ἔδρακον to δέρκομαι, δέδορκα, etc.),

    ὃς.. ἔτραφ' ἄριστος Il.21.279

    ;

    λέοντε ἐτραφέτην ὑπὸ μητρί 5.555

    ; τραφέμεν ([dialect] Ep. for τραφεῖν) 7.199, Od.3.28, al.; ἐπεὶ τράφ' ἐνὶ μεγάρῳ, i. e. when he was well-grown, Il.2.661:—as trans. the [tense] aor. 2 is used by Hom. only in Il.23.90, and τράφε in Pi.N.3.53 is [dialect] Dor. [tense] impf.:— ἐτράφην is perh. post-Homeric; [ per.] 3sg. τράφη is v. l. in Il.2.661, [ per.] 1pl. ἐτράφημεν and [ per.] 1sg. ἐτράφην ([etym.] περ) vv. ll. in 23.84; τράφη is in all codd. of 3.201, 11.222, which should prob. be emended from 2.661; [ per.] 3pl.

    ἔτραφεν 23.348

    (v.l. ἔτραφον), Od.10.417 (v.l. ἔτραφον) ; τράφεν in all codd. of Il.1.251, 266, Od.14.201, also (with v. l. τράφον ) in 4.723: the vox nihili ἐτράφεμεν, found in Il.23.84 as cited by Aeschin.1.149, was emended by Scaliger to ἐτράφομεν:—the redupl. [ per.] 3sg.

    τέτραφ' Il.21.279

    , [ per.] 3pl.

    τέτραφεν 23.348

    , are ff. ll., though found in many codd. Later this [tense] aor. became obsolete, except in [dialect] Ep. imitators, as in Call.Jov.55, Opp.H.1.774.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρέφω

  • 3 ἀμεμφής

    Lexicon to Pindar > ἀμεμφής

  • 4 γλαυκώψ

    1 with blue-grey eyes? (cf. Leu mann, Hom. Wörter, 152)

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

    κτεῖνε μὲν γλαυκῶπα τέχναις ποικιλόνωτον ὄφιν P. 4.249

    Lexicon to Pindar > γλαυκώψ

  • 5 κάδω

    κᾱδω med.
    1 care for

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι O. 6.47

    dub. ] καδεμεν[ (Π̆{S}: ]καδμεν[ Π.) P. Oxy. 2447 fr. 12.

    Lexicon to Pindar > κάδω

  • 6 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 7 δράκων

    δρᾰκων (δράκοντος, -οντα; -ες, -ων, -ας.)
    1 serpent δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες (i. e. Ἴαμον) O. 6.46 γλαυκοὶ δὲ δράκοντες, ἐπεὶ ( Τροία sc.) κτίσθη νέον, πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον εἷς δ' ἐνόρουσε (cf. v. d. Mühll, M. H., 1964, 50f.) O. 8.37 δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων, ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (sc. δέρμα λαμπρόν) P. 4.244 θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶνταP. 8.46 καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων i. e. the head of the Gorgon P. 10.47

    ἀλλὰ θεῶν βασιλέα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ N. 1.40

    Παλλάδος αἰγὶς μυρίων φθογγάζεται κλαγγαῖς δρακόντων Δ. 2. 18.

    Lexicon to Pindar > δράκων

  • 8 βουλά

    βουλά (-άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσιν)
    a sing., plan, course of action

    οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89

    b pl., counsels, designs, deliberations

    ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75

    αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46

    χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις

    δαιμόνων βουλαῖς I. 4.19

    ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.8 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 16. esp. opp. to action and youth,

    βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.65

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30

    θανέμεν χείρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις P. 4.72

    ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῖδας ὑπερτάτας P. 8.3

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.27

    ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι, ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει. Σ.) N. 8.8 ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νεῶν ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199.

    Lexicon to Pindar > βουλά

  • 9 δαίμων

    δαίμων (δαίμων, -ονος, -ονα); -όνων, -όνεσσι, -ονας)
    a god
    I ἔστι δ

    ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν; N. 5.16

    ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45

    χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις δαιμόνων βουλαῖς I. 4.19

    κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11

    ( Αἰακός)

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.24

    II specifically.

    φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    οἰοπόλος δαίμων” (ὁ Τρίτων. Σ.) P. 4.28 ξεινοδόκησέν τε δαίμων fr. 311.
    III sing. heaven, gods

    τύχᾳ μὲν δαίμονος O. 8.67

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

    τὰ δοὐκ ἐπἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76

    Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

    ἔκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων P. 12.30

    σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12

    θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες· δαίμων δἄισος I. 7.43

    b genius, guardian spirit, fortune

    λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον O. 13.28

    εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι O. 13.105

    δαίμων δἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν (ὁ κακοποιός, ὡς πρὸς τὸν ἀγαθόν. Σ.) P. 3.34

    τὸν δἀμφέποντ' αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.109

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123

    κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. Αἴγινα) Pae. 6.131

    Lexicon to Pindar > δαίμων

  • 10 ἰός

    1 venom met. δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey O. 6.47

    Lexicon to Pindar > ἰός

  • 11 τρέφω

    τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. ( θρεψεν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)
    a rear of children

    ἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

    τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44

    οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5

    Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103 Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115

    βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    [ τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18

    b met., of places ( Τυφώς

    · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)

    καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26

    Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13

    ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 ( Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. ( Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.
    c met., keep
    I tend, guard

    ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112

    τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95
    III possess, occupy

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    d frag. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346.

    Lexicon to Pindar > τρέφω

  • 12 τραφω

    τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. ( θρεψεν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)
    a rear of children

    ἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

    τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44

    οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5

    Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναίP. 4.103 Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115

    βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    [ τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18

    b met., of places ( Τυφώς

    · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)

    καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26

    Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13

    ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 ( Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. ( Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.
    c met., keep
    I tend, guard

    ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112

    τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95
    III possess, occupy

    μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106

    d frag. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346.

    Lexicon to Pindar > τραφω

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»